Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Του Παλατιού η πυρκαγιά (του Γ. Σουρή)

Φασουλής και Περικλέτος,
ο καθένας νέτος σκέτος
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Ούφ! άφησε με, Περικλή, και σού῾χω μία λύπη!

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και για ποιό λόγο, βρε κουτέ; εσένα τί σου λείπει;
έχεις τα παραδάκια σου, έχεις κι εμένα φίλο,
πηγαίνεις και στο Φάληρο, τρώς κάποτε και ξύλο...
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μα δεν αφίνεις, Περικλή αυτά τα χωρατά σου,
δεν έρχεσαι για μία στιγμή καὶ λίγο στα σωστά σου;
Εδώ ο κόσμος καίεται...
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Τί καίεται, βρέ, πάλι;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Νάτα! λοιπόν στην πυρκαγιά δεν ήσουν την μεγάλη;
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Ποια πυρκαγιά;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Του Παλατιού.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εκάη το Παλάτι;
Πάλι σε τρώει, φαίνεται, η έρημή σου πλάτη.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Μα πώς, μωρέ; στην πίστη σου δεν πήρες συ χαμπάρι;
Εδώ ο κόσμος σύσσωμος σηκώθη στο ποδάρι
και έτρεχε ξεσκούφωτος στο ντάλα μεσημέρι,
και όλοι εβαστούσανε κι έναν κουβά στο χέρι.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Πάλι τα ίδια μ᾿ άρχισες και θα σε μπαγκλαρώσω.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Βρε άφησέ με μία μικρή ἰδέα να σου δώσω
γι᾿ αυτό το φοβερό κακό, που πάλι μας συνέβη,
γιατί ἐμένα άρχισε ο νους μου να σαλεύει.
Άκου λοιπόν.... εφύσαγε ένα μελτέμι πρώτης,
όταν ἐμπρός μου πέρασε δρομαίος στρατιώτης.
Γειά σου του λέω, αδελφέ, μα στάσου καὶ κομμάτι,
πολλά τα έτη μ᾿ απαντά .... φωτιά εἰς το Παλάτι!
Τότε κι εγώ, βρε Περικλή, διόλου καιρό δεν χάνω,
το βάζω εἰς τα τέσσερα καὶ στο παλάτι φθάνω,
και τί να δω, βρὲ μάτια μου;....σπίθες, καπνό, φαντάρους,
και τον Τρικούπη στὴ σκεπή μὲ δυο ψηλούς κολλάρους,
και να σου πω, βρε Περικλή, τον θαύμασα στ᾿ αλήθεια...
Είναι ο μόνος άνθρωπος, που'χει ζωή στα στήθια.
Μπορεί και τον Κουταλιανό ολάκερο να φάει.
Αυτός δεν είναι άνθρωπος, αυτός καὶ που δεν πάει;
στις πυρκαγιές, στα δάνεια, στις Τράχωνες, στα δάση
στους φόρους, στους προβιβασμούς κι όπου αλλού προφθάσει.
Προφθαίνει και στο θέατρο ακόμη του Φαλήρου....
Αυτός είν᾿ άνδρας του πυρός, καθώς καὶ του σιδήρου,
γιατί σε τούτο τον καιρό όλ᾿ η Ελλάς ανάβει,
και δεν μπορεί κανείς γιατί καὶ πώς να καταλάβει.
Αλλ᾿ ας αφήσουμε αυτόν κι ας έλθουμε καΙ πάλι
στη φοβερή την πυρκαγιά καὶ την ανεμοζάλη.
Λοιπόν κοντά στον Πρόεδρο στεκόταν ο Μαμούρης,
εις τον Μαμούρη δε κοντά στεκόταν ο Μπουντούρης,
εις τον Μπουντούρη δε κοντὰ στεκότανε ὁ Σούτσος,
και εις τον Σοῦτσο δε κοντὰ στεκότανε ένας μούτσος,
και εις τον μούτσο δε κοντὰ στεκότανε ο Λέλης,
και εις τον Λέλη δε κοντὰ στεκόταν ο Γουβέλης,
και στο Γουβέλη δε κοντὰ στεκότανε ο Λάγγες,
και εις τον Λάγγες δε κοντά, ένα φουσάτο μάγγες,
και εις τους μάγγες δε κοντά καμπόσοι λωποδύτες,
και πυροσβέστες άπειροι ἀπάνω στὶς σοφίτες,
και ο Πηνειός, ο Τσέρνοβιτς, ο Σέκερης, ο Πάλλης,
ακόμη κι ο Γενήσαρλης, ο Λάμπρος ο Μιχάλης,
και με το σκύλο του μαζί ο Φών Κολοκοτρώνης,
ο Γιώργης της Δημήτραινας κι ο Σπύρος ο Πομόνης...

ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και τέλος τί απέγινε;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Τί ήθελες να γίνει
μέσα σε τέτοιο φλογερό και άσβεστο καμίνι;
Πρώτα επήρανε φωτιά άξαφνα οι κουζίνες,
έπειτα πήραν άξαφνα φωτιά και οι κουρτίνες,
έπειτα πήραν άξαφνα φωτιά κι οι καναπέδες,
έπειτα πήραν άξαφνα φωτιά κι οι λακέδες,
κοντά σ᾿ αυτούς το θέατρο, μαζὶ κι η εκκλησία,
και τέλος πάντων έγινε ἑσπερινή θυσία.
Και όταν πια επήρανε φωτιά και τα φουγάρα,
απελπίσθηκαν όλοι των καὶ άναψαν τσιγάρα.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μα πές μου, τούτη τη φωτιά ποιός να την έχει βάλει;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Και θέλει ρώτημα κι αυτό, μωρέ στραβό κεφάλι;
Τί άνθρωπος! ... αἰώνια ζητά να με πειράζει!...
Σου είπα όλες τί φωτιές, πώς ο Μελάς τις βάζει.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Λοιπόν;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Λοιπόν εκάηκαν καμπόσοι στρατιώται,
μα παλληκάρια της φωτιάς κι αληθινοί ιππόται,
που βασιλιάς για μία στιγμή λαχτάριζα να γίνω,
να τους φορέσω στέφανο, καὶ Φασουλής να μείνω.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και ποιοὶ ακόμη τόδειξαν;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Οι σκαπανείς κι οἱ ναύτες,
κι οι άλλοι όλοι ήτανε σπουδαῖοι μυϊγοχάφτες.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και λες η νέα πυρκαγιά, να έχει σημασία,
ή λες κι αυτή πως έγινε για τη φωτοχυσία;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Έ! όταν βλέπεις σκαπανείς και μέσα στό Παλάτι,
και βασιλεῖς μέ βασιλείς και κράτη επι κράτη,
και στα καλά καθούμενα ανάβει και ο θρόνος,
αυτό θα πει, συντέλεια, πώς ήλθε του αἰώνος.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και η ζημία πόσο λές νά εἶν᾿ απάνω κάτω;

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Όσα περίπου ἔχασε, θαρρώ τό Συνδικάτο.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Καὶ τώρα τούτη τὴ ζημιὰ ποιός λές θα τήν πληρώσει;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Στη ράχη σας ο βασιλιάς κι αυτή θα την φορτώσει.
Και τίποτα παράξενο ν᾿ ακούσεις σέ κομμάτι
καινούργιους φόρους για φωτιὲς που βάζουν στο Παλάτι.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Και ύστερα απ᾿ όλα αυτά ο βασιληάς τί κάνει;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Του τηλεγράφησαν, θαρρώ, καὶ με το πρώτο φθάνει.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εγώ σου λέω πως αυτός δεν το κουνάει διόλου
κι άν όλο το Παλάτι του πάει κατὰ διαβόλου.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Εγώ σου λέω πως θάρθη...
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Εγώ σου λέω σκάσε.
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Εγώ σου λέω πως θὰ ῾ρθή καὶ να μου το θυμάσαι.
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ
Μα συ το παραξίλωσες μ᾿ αυτό σου το γινάτι...
όρσε λοιπόν δυο τρεῖς σβερκιές καὶ σύρε στο Παλάτι.

                                                                    Ιούλιος 1884
                                                                 Γεώργιος Σουρής