Κυριακή 17 Απριλίου 2011

Φεύγω είπε και φύσηξε ο βαρδάρης...

Ήταν -αν θυμάμαι καλά- άνοιξη πριν 10-12 χρόνια, πρωί-πρωί στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου να χαζεύω τον ήλιο ν' ανατέλλει, στο βάθος η θάλασσα κι αριστερά να πλησιάζουμε τη Χαλυβουργική. Εκείνο το πρωί ταξιδεύαμε για το χωριό κι ο οδηγός-πατερούλης είχε πιάσει στο ράδιο ένα σταθμό με λαϊκά. Ξαφνικά, εκεί που τα μάτια μισόκλειναν λίγο από τη νύστα και λίγο από τις ακτίνες του ήλιου που πλήθαιναν ακούω ένα πολύ ρυθμικό χορευτικό τραγούδι κι ανοίγω νωχελικά τα μάτια μου, μόλις φτάνει το ρεφραίν ξαφνιάζομαι, ρωτάω τί σημαίνει αυτό που άκουσα κι ο μπαμπάς μου ξεσπά σε γέλια." Όχι σκιούδας, βρε Παναγιώτα, πότε Ιησούς κι Ιούδας τραγουδάει ο άνθρωπος...Να δεις πώς τον λένε, κόλλησε το μυαλό μου, πες το μωρέ..." κι η μαμά μου δειλά "Παπάζογλου;". "Ναι μωρέ, ο Νίκος Παπάζογλου".
Εκείνο το πρωί γνώρισα το Νίκο Παπάζογλου, με έναν παράδοξο τρόπο. Αλλά οι σημαντικές γνωριμίες στη ζωή μας ως ευτράπελα ξεκινούν πάντα...
Αγάπησα τον "Υδροχόο", γιατί εκτός όλων των άλλων μίλαγε για το ζώδιό μου κι είχε μια φράση που με εκφράζει απόλυτα: "όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν..."
Τα τζιν πουκάμισα και το κόκκινο μαντήλι αναπόσπαστα κομμάτια της εικόνας του, έτσι θα τον θυμάμαι. Με μια γλυκιά έκφραση στο πρόσωπο, σεμνότητα, κρατώντας το μικρόφωνο με σεβασμό και την ιδιαίτερη φωνή που δεν ξεχνιέται και δεν την μπερδεύεις, γιατί έχει μέσα τόση ψυχή που ίσως και να μην το αντέχεις, τόση αλήθεια είναι σχεδόν ντροπιαστική...
"Δεν θέλω να' μαστε ούτε φίλοι, ούτε εχθροί, θέλω να μη θυμάμαι" είχε τραγουδήσει κι υπήρξαν στιγμές στη ζωή μου που το ένιωθα έντονα κι ήθελα να το φωνάξω σε ανθρώπους, δεν θέλω να'μαστε ούτε φίλοι ούτε εχθροί, το μόνο που θέλω είναι να μη θυμάμαι. Κι ύστερα όταν όλα έχουν περάσει κι έχουν ξεχαστεί απορείς "μα γιατί το τραγούδι να'ναι λυπητερό, λες κι απ' την καρδιά μου ξέκοψε κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά, ανέβηκε ως τα χείλη μου και μ' έπνιξε, φυλάξου ως το τέλος θα μου πεις..." Πόσος έρωτας μπορεί να χωρέσει σ' ένα τραγούδι, μια μελωδία, μια φωνή;
Πριν μερικούς μήνες σ' ένα μικρό ραδιοφωνικό στούντιο γιορτάζοντας το τέλος της χρονιάς βάλαμε το "Τρελή κι αδέσποτη", το τραγουδήσαμε, το αισθανθήκαμε και το αγαπημένο μου Κ. υπογράμμισε το "νοιώθω ποια είσαι όταν λες το σ' αγαπώ" και "είσαι εκείνη που αν μαζί της κοιμηθώ
θα 'χω ξεχάσει ποιος να είμαι και πού πάω" ως εξαιρετικής έννοιας στίχους. Θα συμφωνήσω, όλοι οι στίχοι του είναι υπέροχοι, ό,τι έχει πει ή γράψει έχει τη δική του ποιότητα.
Σήμερα εκείνο το "απόψε σιωπηλοί", αλλά και "εδώ κανείς δεν τραγουδά" παίρνει σάρκα και οστά, γιατί η ψυχή πέταξε για κάπου αλλού, μακριά...
Τραγούδησε την αγάπη του για την Ελλάδα, αλλά στηλίτευσε και τα κακώς κείμενα, μίλησε για τον πόνο που προκαλεί σ' όσους την αγαπούν κι έβαλε εκείνο το Αχ που μόνο ο Έλληνας ξέρει να το λέει με χίλιους δυο τρόπους. Κάπου εκεί ανάμεσα στη δήλωση "εγώ δεν είμαι ποιητής" και "φεύγω" έζησε ανάμεσα στην τέχνη, τη μουσική, την αλήθεια, τη Θεσσαλονίκη, τη γλυκύτητα, τις καρδιές των ανθρώπων, χωρίς προκλήσεις, χωρίς θόρυβο, χωρίς φώτα...δεν τα χρειαζόταν, είχε το δικό του φως.
Δυστυχώς, το πρωί έσβησε οριστικά κι έτσι έκανε πράξη το "φεύγω" του.
Φεύγουν άραγε ποτέ πραγματικά οι άνθρωποι που αφήνουν πίσω τους κάτι παραπάνω από έργο, ψυχή;
Ο Νίκος Παπάζογλου θα' ναι εδώ σε στιγμές τρυφερές και λεπτές, θα φωτίζει στη ρωγμή του χρόνου και θα τον ακούμε μόλις φυσήξει ο βαρδάρης...
Καλό ταξίδι κι ευχαριστώ για τις αναμνήσεις και τα αισθήματα.


"Για το χαμόγελό σου τραγουδώ"

"Το όνειρο"


"Φύσηξε ο Βαρδαρης"
Υ.Γ. Πριν να τον χορτάσουνε τα μάτια και τ' αυτιά μας, τον άρπαξε θαρρείς μακριά το λεωφορείο...Και να'ταν λεωφορείο, θα περιμέναμε στη στάση να φανεί, μα δεν ήταν.