Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Όταν στέκεσαι σ' έναν κόσμο που τρέχει...

Βδομάδα παράλογων και σουρεαλιστικών καταστάσεων, αν δε συνδυαστεί και με την κακοκαιρία, τα είχε όλα! Δεν αναπτύσσω τί ζω στη δουλειά, τα έχω επαναλάβει πολλάκις στους δικούς μου ανθρώπους, θεωρώ κουραστικό και επιβαρυντικό για εσάς να τα ξαναπώ, οπότε το αποφεύγω.
Είναι κάτι παράξενα πράγματα που συμβαίνουν εκεί που δεν το περιμένεις και σε βάζουν σε σκέψεις. Συνάντησα στο μετρό μια παλιά αγαπημένη συμμαθήτρια και φίλη απ' το γυμνάσιο, χάρηκα που την είδα, μόνο που, επειδή κατεβαίναμε στην ίδια στάση, ήμασταν μαζί και συνειδητοποίησα πόση αμηχανία αισθάνθηκα. Δεν είχα τίποτε να της πω ή να την ρωτήσω, έχει χαθεί από χρόνια ο κώδικας επικοινωνίας και χιλιάδες επεισόδια ζωής. Είναι ευχάριστο να ξέρω ότι είναι καλά, να λέμε φευγαλέα ένα γεια και δυο κουβέντες, αλλά για κάτι παραπάνω δεν δύναμαι, μεγαλώσαμε, αλλάξαμε, δεν είμαστε πια παιδιά, δεν είμαστε πια ίδιες. Η καθημερινότητά μου δεν την αφορά, δεν την γνωρίζει και δεν θέλω και να τη μάθει, γιατί απλώς δεν αισθάνομαι ότι λείπει από αυτήν. Ούτε και θέλω να μάθω κάτι περισσότερο από τη δική της. Ως εδώ όλα καλά και λογικά, αυτό που με έκανε να σκεφτώ όλα αυτά ήταν εκείνα τα 15 λεπτά στο ίδιο βαγόνι, στις απέναντι θέσεις, να προσπαθώ να σκεφτώ κάτι να τη ρωτήσω ή να της πω για να ανοίξει μια συζήτηση, να κοιτάζω γύρω-γύρω, γιατί όταν τα βλέμματά μας συναντιόντουσαν στη σιωπή έμοιαζαν να φοβούνται, και να μετρώ ακόμη και τα δευτερόλεπτα που δεν πέρναγαν με τίποτα.
Αμηχανία. Να μην έχεις κώδικες επικοινωνίας με κάποιον ή να τους έχεις χάσει, ποιό είναι χειρότερο; Το ίδιο βράδυ, πάλι στο μετρό, συναντώ έναν άλλο γνωστό, φίλο ενός φίλου. Στεκόμασταν δίπλα-δίπλα, τον είδα, του μίλησα, ήταν με παρέα, μου μίλησε κι εκείνος, ρώτησε τα τυπικά κι ύστερα, αφού δεν είχαμε τίποτε να πούμε, ενώ συνεχίζαμε να είμαστε δίπλα, γύρισε στην παρέα του κι εγώ έβαλα τα ακουστικά μου. Ο συρμός φτάνει, μπαίνουμε σε διαφορετικά βαγόνια. Πριν μπούμε με φωνάζει, βγάζω τα ακουστικά, μου εύχεται "καλό βράδυ", τον καληνυχτίζω και μπαίνω στο βαγόνι. Μερικές στάσεις μετά τον βλέπω από το παράθυρο να κατεβαίνει.
Τελικά, η αμηχανία έχει να κάνει με το πώς νιώθεις εσύ απέναντι σε κάποιον. Αν είσαι απόλυτα χαλαρός με το ότι μπορεί και να μην έχεις τίποτα να πεις, μπορείς πολύ φυσικά να κάνεις ό,τι θα έκανες αν δεν ήταν κάποιος γνωστός σου. Να ακούσεις για παράδειγμα τη μουσική σου χαλαρά, να κοιτάς έξω ή ο,τιδήποτε άλλο. Όταν όμως, αισθάνεσαι πως πρέπει κανονικά κάτι να έχεις να πεις, αλλά δεν έχεις κι αναρωτιέσαι γιατί, τότε η αμηχανία είναι ολοφάνερη. Ειδικά, όταν είσαι μόνος κι όχι με κάποιον άλλο που θα χρησίμευε ως σωσίβιο, καθώς θα γύριζες προς το μέρος του και θα άνοιγες μια συζήτηση.
Η αμηχανία πάντα με έκανε να νιώθω ακόμη χειρότερα όταν συνειδητοποιούσα ότι νιώθω αμήχανα. Δεν ξέρω πώς ακριβώς να το εξηγήσω, αλλά ναι, μόλις έλεγα "τώρα υπάρχει αμηχανία" αισθανόμουν ακόμη χειρότερα κι αναρωτιόμουν γιατί.
Το ίδιο πρόβλημα το έχω και με τις "επιθετικές" συζητήσεις-πλάκες. Δεν μπορώ να συμμετάσχω, είμαι έξω από τα νερά μου. Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι θα έχετε κάποιον φίλο που, όταν βρει κάποιον αντίστοιχης αντίληψης, αρχίζουν πειράγματα σε μορφή συζήτησης μεταξύ ανθρώπων που αντιπαθούν ο ένας τον άλλον. Αυτή είναι η πλάκα τους κι ο τρόπος επικοινωνίας τους και τον καταευχαριστιούνται με το να "τη λέει" ο ένας στον άλλο. Δεκτόν και μάλιστα πολύ απολαυστικό όταν είσαι θεατής ή και λίγο κομπάρσος, ίσα-ίσα να σιγοντάρεις και τους αφήνεις να κάνουν παιχνίδι. Εγώ ως εκεί μπορώ. Δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου και νιώθω κάπως άβολα, γιατί δεν μπορώ να μπω σ' αυτό το παιχνίδι, οπότε είμαι αποδέκτης μόνο κι όχι πομπός. Νιώθω άσχημα να πω κάτι που δεν πιστεύω για κάποιον άλλο μόνο και μόνο για να γίνει μια τρελή παρεοκατάσταση.
Δυο αγαπητά πλάσματα, θεότρελα -με την καλύτερη των εννοιών- ήταν η παρέα μου αυτό το σαββατιάτικο απόγευμα. Για τη μία δεν είχα καμία αμφιβολία, είναι οδοστρωτήρας όχι αστεία, το άλλο το αγόρι με αποσυντόνισε εντελώς. Όταν έχεις συνηθίσει, βλέπετε, να μιλάς γλυκά-γλυκά σε έναν άνθρωπο και να σου απαντά με τον ίδιο τρόπο, λίγο σε ξεβολεύει η αλλαγή. Έφτασα να τους το πω κιόλας ότι κοντεύουν να με τρελάνουν (αν και παρόλαυτα, ώρες-ώρες το καταδιασκέδαζα και τους είπα αυθόρμητα πόσο τους αγαπώ. Αλήθεια). Δεν μπορώ εγώ έτσι, εγώ θέλω πλάκα -με χίλια- αλλά θέλω και μια γλύκα, μια τρυφερότητα, δεν μπορώ αλλιώς, αυτή η πλάκα ρόλων απ΄την αρχή μέχρι το τέλος δεν μου ταιριάζει. Πόσο μάλλον, αν όλη σου η βδομάδα είναι μέσα στο σουρεαλισμό και την επιθετικότητα, οπότε το μόνο που δεν χρειάζεσαι είναι κι άλλες παρόμοιες καταστάσεις.
Ο αγαπημένος φίλος, μετά τα απαιτούμενα "παραπονάκια", τα πειράγματα και τις εξηγήσεις, συμφώνησε ότι πράγματι δεν είμαι εγώ για τέτοια, δεν το υποστηρίζω όπως θα έπρεπε και όντως όταν συναναστρέφεσαι τόσους τρελούς δεν θες κι άλλη τρέλα. Έτσι, επανήλθαμε στη γλυκύτητα, στην ερώτηση αν μετά τα σημερινά συνεχίζω να τον αγαπώ ή τον μίσησα (ναι, είναι κι αυτός του γιατρού, γι' αυτόν τον αγαπάω) και επιστρέψαμε στη μορφή σουρεαλισμού που τόσο μας πάει. Ανταλλάσσαμε ανεκδιήγητα, αλλά και υπέροχα, τραγούδια και του ανέλυε την κατεύθυνση που θα ακολουθήσω ως μάνατζερ του για να τον κάνω σούπερ σταρ (εμ, άμα τα λέω ότι η τρέλα δεν πάει στα βουνά) με εκείνον να συμφωνεί και να μου τάζει Πολίτικα γλυκά και ταξίδι στην Πόλη. Αυτά είναι! Μα τέτοια μου λες και μετά τί μπορώ να πω;! 
Η ζωή τρέχει, η επικαιρότητα, οι μέρες, οι ώρες, αλλά κυρίως η πρώτη, η ζωή. Σκέφτομαι πόσα χάνω κι από την ενημέρωση γύρω από την επικαιρότητα, που σχετίζεται (πιο άμεσα απλώς δεν υπάρχει) και με τη δουλειά, πόσο χρόνο χάνω από πράγματα που θα έπρεπε να κάνω και να ξεκινήσω, αλλά αυτό που με στεναχωρεί περισσότερο είναι πόση ζωή περνάει και χάνεται ανεκμετάλλευτη, χωρίς καν να το έχω καταλάβει. Στιγμές ανέμελες, αληθινές, απλές, σημαντικές, στιγμές με τους ανθρώπους που θέλω, χωρίς πρέπει, χωρίς χρονοδιαγράμματα, χωρίς ρολόγια και την ψυχή στο στόμα. Ζωή.
Θα μου πείτε πως εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσύ ασχολείσαι με τα μικρά και τα ασήμαντα. Μισθοί κόβονται, η ανεργία αυξάνεται, άνθρωποι μένουν στο δρόμο, δεν έχουν να φάνε, επαναστατούν, σκοτώνουν και σκοτώνονται, γίνονται πρόσφυγες από τη μια μέρα στην άλλη κι εγώ το χαβά μου. Ανησυχώ για το αν θα βρω δουλειά, για το αν έχω τα προσόντα και πώς θα καταφέρω να τα  αποκτήσω σύντομα, γιατί πρέπει να αυτονομηθώ -για μένα πρώτα απ' όλα-, για το τί θα κάνω μελλοντικά (μεταπτυχιακό και δουλειά ή πρώτα μεταπτυχιακό και μετά δουλειά ή μόνο δουλειά), για την απόφαση να ξεκινήσω πολλά, αγχωτικά (με τα δικά μου μάτια) και πολυέξοδα πράγματα, για το ότι δεν μ' αρέσει ο κόσμος που ζω, που ζούμε, αλλά πιο πολύ ανησυχώ για τη ζωή μου που κυλά αδιάφορα κι ίσως μόνο με νεύρα, απογοήτευση και αναγκαστική συνύπαρξη με ανυπόφορους ανθρώπους. Και οι δικοί μου πού είναι, πότε θα τους δω, πότε θα βρουν χρόνο κι εκείνοι να με δουν, μου λείπουν κι απλώς καταλαβαίνω. Είναι όμως, η ζωή μου και περνά, κάπως, χωρίς να ξέρω ή να καταλαβαίνω πώς...

Για τις μέρες που διανύουμε και τον εθνικό μαζοχισμό μας που πάντα συνοδεύεται από χορευτική μουσική το "Εθνικό έλλειμμα" από τον Ορφέα Περίδη: