Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Brand name: Ελλάδα


Αν η Ελλάδα ήταν αίρεση θα είχε φανατικούς λάτρεις και φανατικούς πολέμιους.
Η γοητεία της Ελλάδας είναι η Ιστορία της. Ο πολιτισμός που προήγε από την αρχαιότητα και παραμένει διαχρονικός, η αρχιτεκτονική που βλέπουμε στα σπαράγματα της αρχαιότητας, στα μνημεία. Η φιλοσοφία που ενέπνευσε και συνεχίζει να εμπνέει συγγραφείς, ποιητές, ολόκληρους λαούς. Τα θεατρικά έργα και τα έπη που είναι αναλλοίωτα και προφητικά, αλλά και η ευλογία αυτής της χώρας να βρέχεται από θάλασσα από τρεις μεριές και να μετρά 6.000 νησιά από τα οποία μόνον τα 127 κατοικούνται (τα 79 μόνον έχουν πάνω από 100 κατοίκους).
Μια χώρα με ποικιλομορφία, καθώς έχει υπέροχες παραλίες, αλλά και βουνά με κάθε είδους βλάστηση στα οποία μπορείς να αναρριχηθείς ή το χειμώνα να κάνεις σκι στις πλαγιές τους. Οι εναλλαγές του τοπίου, τελικά, μάλλον συμβάλλουν και στην ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων που είναι πολύ διαφορετική από των υπόλοιπων Ευρωπαίων και όχι μόνον.
Το κλίμα είναι ίσως ο καταλυτικός παράγοντας για τον οποίο επισκέπτονται την Ελλάδα οι ξένοι τουρίστες. Ακόμη και οι πιο κρύες ημέρες για μας είναι ιδανικές για τους βορειότερους λαούς. Έχουμε θεωρητικά τρεις μήνες καλοκαίρι, αλλά ουσιαστικά γύρω στους τέσσερις με πέντε. Άλλωστε, τα πρώτα μπάνια των τολμηρών ξεκινούν αρχές Μαΐου και τελειώνουν τέλη Σεπτέμβρη με αρχές Οκτώβρη. Αυτό δείχνουν και τα στοιχεία, το 70% των επισκέψεων λαμβάνει χώρα στο διάστημα αυτό (μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου). Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, ο ήλιος λάμπει στον ανέφελο ουρανό κι είναι ένας από τους λόγους που, ως λαός, είμαστε περισσότερο εξωστρεφείς και ηχηροί, όπως έχουν επισημάνει κατά καιρούς διάφορες διεθνείς μελέτες.
Τα ελληνικά μνημεία χαίρουν παγκόσμιου θαυμασμού και εκτίμησης και δέχονται κάθε χρόνο εκατομμύρια επισκέπτες. Η Ακρόπολη, ο Παρθενώνας, είναι το σήμα κατατεθέν της χώρας μας και μαζί με το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, που άνοιξε τις πόρτες του τον Ιούνιο του 2009, έχουν τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα από τουρίστες.
Το ποσοστό των επισκεπτών στα ελληνικά Μουσεία τον Ιανουάριο του 2010 ήταν αυξημένο κατά 38,1 σε σχέση με το Γενάρη του 2009.
Το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου μετρά χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες που λαμβάνει χώρα το επιτυχημένο Φεστιβάλ της Επιδαύρου με θεατρικές παραστάσεις, κυρίως αρχαίων συγγραφέων. Παραστάσεις στις οποίες συμμετέχουν διεθνώς αναγνωρισμένες θεατρικές ομάδες και σκηνοθέτες από το εξωτερικό.
Οι Δελφοί, γνωστοί ως ο Ομφαλός της Γης. Άλλο ένα θέρετρο που έλκει τους τουρίστες, όχι μόνο λόγω του Μαντείου, αλλά κι επειδή είναι ένα πανέμορφο μέρος δίπλα στην Αράχωβα, που αποτελεί σταθερό χειμερινό προορισμό για σκι και αναψυχή.
Μια χώρα που απ’ άκρου εις άκρον διαθέτει φυσική ομορφιά και ανεκτίμητα σπαράγματα της Ιστορίας της. Η Ελλάδα όμως, δεν είναι μόνο αυτό. Είναι κυρίως οι άνθρωποι. Αυτοί φτιάχνουν την Ιστορία. Αυτοί γράφουν Ιστορία.
Ο 20ος αιώνας, μέχρι κάτι περισσότερο από το μισό, είναι μια παγωμένη και σκοτεινή περίοδος για τη χώρα που προσπαθούμε να σβήσουμε. Ένας Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ένας εμφύλιος, μια βασιλεία και μια δικτατορία, η ελληνική χούντα, που έκανε τους Έλληνες ν’ ασφυκτιούν, ώστε να στραφούν σε κάτι δημιουργικό για να νιώσουν ελεύθεροι. Τον κινηματογράφο. Η άνθηση του ελληνικού κινηματογράφου που είτε προσπαθούσε να αποτυπώσει την πραγματική ζωή ή έφτιαχνε ένα μουσικό όνειρο γεμάτο χαρά, στέφθηκε με επιτυχία κάνοντας τον υπόλοιπο κόσμο να στρέψει το βλέμμα στην Ελλάδα για κάτι ευχάριστο και δημιουργικό.
Μέσα από αυτό γεννήθηκε ένας μεγάλος έρωτας. Ο Ζυλ Ντασέν ερωτεύθηκε. Την Έλλάδα. Αρχικά ως εικόνα σ’ ένα λευκό πανί κι έπειτα μέσα από τη Μελίνα.
Μελίνα Μερκούρη, ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της Ελλάδας στην τέχνη, τον πολιτισμό και την πολιτική του αιώνα που πέρασε. Η πιο μαχητική υπουργός Πολιτισμού που πέρασε ποτέ απ’ την Ελλάδα και έδωσε μάχες με το πάθος, την αγάπη και το σεβασμό για τα ελληνικά μάρμαρα του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Μια γυναίκα από την οποία πολλοί ηττήθηκαν σε λογομαχίες μαζί της, αλλά σίγουρα δεν θα την ξεχάσουν, γιατί κέρδισε την εκτίμησή τους και τους κέρδισε με το πάθος και το δυναμισμό της.
Τρανταχτό παράδειγμα η ταινία «Ποτέ την Κυριακή» του 1961, που κέρδισε όχι μόνο την αγάπη του κοινού, αλλά κι ένα Όσκαρ για τη μελωδία του Μάνου Χατζηδάκι, καθώς και το βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας για την «Ίλια» της Μελίνας Μερκούρη. Λίγο πριν την απαγορευτική και ηθικοπλαστική επταετία της δικτατορίας, ο Ζυλ Ντασέν δημιουργεί μια ταινία γεμάτη φως με ένα θέμα που κάθε άλλο παρά φωτεινό είναι. Μια πόρνη, η Ίλια, ζει στην Τρούμπα και περιμένει πότε θα δει απ’ το παράθυρό της να δένουν τα πλοία των στόλων στο λιμάνι του Πειραιά. Αλλά δεν είναι μια τυπική πόρνη. Επιλέγει, δεν επιλέγεται. Δεν την αφορά το ποσό που της προτείνουν, αλλά αν της αρέσει ο άνθρωπος που το προσφέρει. Είναι ανέμελη, ανάλαφρη, δυναμική, γεμάτη πάθος, αγαπάει όλους τους ανθρώπους, χορεύει, τραγουδά, αγαπιέται, είναι εν ολίγοις η χαρά της ζωής κι έχει μια αρχή: Ποτέ την Κυριακή. Ο Ζυλ Ντασέν ως τυπικό δείγμα Αμερικάνου συντηρητικού προσπαθεί να αλλάξει την αέρινη Ίλια και γοητεύεται από την άρνησή της να υποταχθεί κι από το ισχυρό κι έντονο ταπεραμέντο της. Τελικά, δεν είναι η Ελλάδα που υποτάσσεται, αλλά η Αμερική στη γοητεία της Ελλάδας.
Φεύγοντας, όσες σημειώσεις κι αν έχει κρατήσει δεν θα έχουν καμιά αξία μπροστά στην εμπειρία και τις αναμνήσεις που αποκόμισε από την Ελλάδα. Γιατί αν δεν το ζήσεις, δεν υπάρχουν λόγια που να μπορούν να το περιγράψουν. Μέσα από την ταινία παρουσιάζεται η πληρότητα, η περηφάνια και το κέφι των ανθρώπων, ακόμη και αν ζουν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, όπως οι λιμενεργάτες, οι πόρνες, οι υπάλληλοι στις ταβέρνες της Τρούμπας. Πάνω απ’ όλα όμως, το πρότυπο άντρα που μέχρι σήμερα διατηρείται ζωντανό στον τρόπο που βλέπουν οι ξένοι τους Έλληνες, όχι όμως και σ’ εμάς τους ίδιους. Η παλικαριά, η γενναιοδωρία στο συναίσθημα, η ειλικρίνεια, γνωστή ως ντομπροσύνη, η τόλμη και η έκθεση στο συναίσθημα και η εκδήλωση αυτών, συμπυκνωμένα στην ερμηνεία του Γιώργου Φούντα. Μια μουσική και φωνή που δεν θα ξεχάσουμε ούτε οι Έλληνες ούτε οι ξένοι, γιατί όποιο παράθυρο κι αν ανοίγεις στην Ελλάδα θ’ ακούγεται η Μελίνα να τραγουδά….
Ο Χατζηδάκις έντυσε μουσικά ένα από τα πιο κλασικά και παγκοσμίως αναγνωρίσιμα κομμάτια του ελληνικού κινηματογράφου, αλλά, με πολλά ακόμη, έγιναν μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, οι εκπρόσωποι της ελληνικής μουσικής στον υπόλοιπο κόσμο.
O Μίκης Θεοδωράκης έγραψε τη μουσική που έγινε γνωστή και έμεινε με τον όρο «συρτάκι» στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη Αλέξης Ζορμπάς του 1964, αυτή η ταινία που ήταν αμερικανικής παραγωγής και γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Κρήτη, κέρδισε τρία Όσκαρ. Το συρτάκι του Ζορμπά-Άντονι Κουίν στο τέλος της ταινίας έχει μείνει αξέχαστο και αποτελεί πια ένα από τα σήματα κατατεθέν της χώρας μας. Συνδυάζει την ελληνική ψυχή και λεβεντιά με τη ζωή που στην πραγματικότητα –ιδιαίτερα εκείνη την εποχή- είναι σκληρή, αλλά οι Έλληνες ξέρουν να την αντιμετωπίζουν με το κεφάλι ψηλά.
Οι δημιουργίες των Χατζιδάκι και Θεοδωράκη έχουν διασκευαστεί πολλάκις και ακόμη συμβαίνει, με αποτέλεσμα πωλήσεις εκατομμυρίων δίσκων και εθνική υπερηφάνεια. Πιο πρόσφατα, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου έγινε ο συνθέτης Vaggelis που στο εξωτερικό χαίρει μεγάλης εκτίμησης.
Μαζί με τους συνθέτες συγκαταλέγονται και ερμηνευτές, όπως η Νάνα Μούσχουρη, ο Ντέμης Ρούσσος, η Βίκυ Λέανδρος, η Χάρις Αλεξίου και ο Μάριος Φραγκούλης. Το Χόλυγουντ φιλοξενεί ελληνικής καταγωγής ηθοποιούς, δημοφιλείς, βραβευμένους και αναγνωρισμένους. Η Ολυμπία Δουκάκη που δεν ξεχνά την καταγωγή και τις ρίζες της, ο αείμνηστος Τέλης Σαββάλας, ο Τζον Κασσαβέτης και ο γιος του -σκηνοθέτης- Νικ, η Ειρήνη Παππά που βρίσκεται σ’ ένα διαρκές ταξίδι, η νεότερη Τίνα Φέη που αποδεικνύει πως οι Έλληνες έχουν χιούμορ, η Τζένιφερ Άνιστον, ο ανερχόμενος Ζακ Γαλυφιανάκης, αλλά και όσοι έχουν έμμεση σχέση με τη χώρα μας και την στηρίζουν, όπως ο Τομ Χάνκς που είναι παντρεμένος με την ελληνικής καταγωγής σύζυγό του και μαζί χρηματοδοτούν παραγωγές με κέντρο την Ελλάδα. Πρόσφατα παραδείγματα, το Mamma mia, εξ ολοκλήρου γυρισμένο στη Σκόπελο, δείχνοντας την ανεμελιά, τον ερωτισμό και την γοητεία των ελληνικών νησιών. Πιο πριν, το Γάμος αλά ελληνικά της Νίας Βαρντάλος, που δείχνει τη ζωή της ελληνικής οικογένειας στην Αμερική, αλλά και της γενικότερης νοοτροπίας των Ελλήνων στο θέμα οικογένεια.
Οι Έλληνες δείχνουν την αγάπη και το ενδιαφέρον τους με το να φωνάζουν, να αγγίζουν, να επεμβαίνουν στη ζωή των άλλων, να είναι σχεδόν αλυσοδεμένοι με την οικογένειά τους, να κρίνουν, να μιλάνε, να τρώνε, να καταπιέζουν, να μην επιτρέπουν την ενηλικίωση, να καταργούν την ιδιωτικότητα, να απαγορεύουν τη διαφοροποίηση, να μαγειρεύουν (πολλά και καλά), να χαίρονται, να λυπούνται, να τραγικοποιούν, να πιάνονται από ασήμαντα και να τα κάνουν σημαντικά, να υπερβάλλουν και να αισθάνονται πάντα στον υπερθετικό βαθμό. Φυσικά, πιστεύουν σταθερά ότι ο μόνος άξιος λαός είναι οι Έλληνες. Γιατί πάντα θα κουβαλάς μαζί τις ρίζες σου, είτε πρόκειται για τους αρχαίους προγόνους είτε για τους γονείς, παππούδες, γιαγιάδες, θείους, θείες, αδέρφια, ξαδέρφια και όλο το υπόλοιπο σόι.
Μια εικόνα που στους άλλους θυμίζει κάτι πρωτόγονο ή εξωγήινο, αλλά σ’ εμάς κάτι γνώριμο που τελικά σε κάνει να γελάς. Το χιούμορ είναι έμφυτο, πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να αντεπεξέλθουμε στη δική μας πραγματικότητα;
Θυμόμαστε τον Ζήκο στην ταινία Της Κακομοίρας ή Ο Μπακαλόγατος του 1963, σε μια χαριτωμένη, αλλά και αντιπροσωπευτική εκδοχή του απλού εργαζόμενου που ήρθε στην πόλη από το χωριό. Ήταν η περίοδος που ένα πολύ μεγάλο μέρος ανθρώπων που ζούσαν στην επαρχία κατευθύνθηκαν προς τα αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα να δέχονται την εριστικότητα, τον εμπαιγμό, ίσως και το ρατσισμό, των «αυθεντικών αστών». Ο ήρωας της ταινίας όμως, είναι πιο έξυπνος, αν και αγαθός, μόνο που ο αυθορμητισμός και η κατάφωρη ειλικρίνειά του κάνει πολλούς να τον θεωρούν ανόητο, το εύκολο θύμα για τα πειράγματά τους. Σε μια χώρα, περίπου μια δεκαετία μετά το τέλος του εμφυλίου(1946-1949), οι άνθρωποι συνεχίζουν να χωρίζονται σε διάφανα στρατόπεδα, περιμένοντας την επιρροή των Ευρωπαίων και Αμερικανών που είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Από τότε υπήρχε πάντως το πρόβλημα με τις κρατικές κρατήσεις στους μισθούς. Το γνωστό ΙΚΑ.
Το γεγονός πως είμαστε η πρώτη και μάλλον μοναδική χώρα που δημιούργησε και χρησιμοποιεί τον όρο κλαυσίγελο, κάτι σημαίνει για μας που πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις…
Αρχές της δεκαετίας του 1970, το Woodstock (15-17 Αυγούστου στο Μπέθελ της Νέα Υόρκης) έχει περάσει πια στην Ιστορία, φέρνοντας στην δικτατορική Ελλάδα το ρομαντικό και φιλειρηνικό κίνημα των χίπις. Τα Μάταλα της Κρήτης γίνονται γνωστά ως τόπος συγκέντρωσης των μελών του κινήματος και ως η παραλία των γυμνιστών, κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα. Τα παιδιά των λουλουδιών γέμισαν τις ντουλάπες των νέων με παντελόνια καμπάνα, πολύχρωμα μαντήλια, μεγάλα γυαλιά ηλίου και έγιναν ο εφιάλτης των απανταχού κομμωτών και μπαρμπέρηδων, μιας που το μαλλί χαίτη-κουρτίνα, το μούσι και πολλά ακόμη, άφησαν πίσω τους το ανδρικό κούρεμα με την ψιλή, το απλό λεπτό μουστάκι, αλλά και το γυναικείο καρέ, που αντικαταστάθηκε από το γαλλικής προέλευσης a la garson, προκλητικό για τα ελληνικά δεδομένα, ή το τόσο μακρύ και ελεύθερο που δεν δαμαζόταν πια από τσιμπιδάκια και λαστιχάκια. Οι γυναίκες έβαλαν στην γκαρνταρόμπα τους τα παντελόνια σοκάροντας τον ανδρικό πληθυσμό και την κοινωνία, αλλά και τις εκπληκτικά μίνι φούστες και φορέματα.
Η Ελλάδα συμμετείχε στην επανάσταση των χίπις, του φεμινισμού και της μόδας, όχι όμως χωρίς αντιδράσεις. Η ουσία είναι πως οι ξένοι ανακάλυψαν ξαφνικά μια άλλη Ελλάδα που, ή τους άρεσε περισσότερο ή απλώς ήθελαν να την εξερευνήσουν.
Όταν πια πέρασε η επίδραση των Παιδιών των Λουλουδιών και μαζί και η δικτατορία, η χώρα έγινε πιο εξωστρεφής…υπερβολικά εξωστρεφής θα έλεγε κανείς. Το ήδη υπάρχον και γνωστό φλερτ των Ελλήνων στις τουρίστριες, πήρε πιο έντονο και επιθετικό χαρακτήρα και μετονομάστηκε σε greek kamaki.
Μετά το mousaka, το ouzo, το souvlaki, τη φέτα, ήρθε να προστεθεί το greek καμάκι. Κάθε καλοκαίρι τα «καμάκια» ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τις τουρίστριες από Ευρώπη και Αμερική. Αλλά και ο στόχος εκείνων για τις διακοπές τους ήταν μάλλον αυτός, η προσδοκία για ένα καλοκαίρι γεμάτο ήλιο, θάλασσα και έρωτα. Έτσι, στην επιστροφή είχαν αναμνηστικά από τα ελληνικά νησιά, ένα ωραίο κι εξωτικό μαύρισμα, είχαν γευτεί ελληνικές συνταγές και είχαν ζήσει έναν καλοκαιρινό ελληνικό έρωτα, όχι όμως επικών διαστάσεων, γιατί πόσο διαρκούν οι διακοπές;
Η… υπερβολικά έντονη ερωτική διάθεση των Ελλήνων ανδρών έγινε γνωστή σε διεθνές επίπεδο, με αποτέλεσμα κατά τις δεκαετίες ’70- ’80 τα ποσοστά τουρισμού από γυναίκες να είναι αυξημένα σε σχέση με προηγούμενα χρόνια. Αυτή η έντονη διάθεση όμως, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, δεν αντικατοπτριζόταν και στις Ελληνίδες, που παρόλο που υπήρξε η σεξουαλική απελευθέρωση, μάλλον δεν καλύπτονταν επαρκώς σε αυτόν τον τομέα για τον οποίο τόσα εγκώμια είχαν πλεχθεί διεθνώς.
Τα τέλη του 1970 και ολόκληρο το 1980 βρήκε τον ελληνικό κινηματογράφο φτωχότερο, με συνέπεια να στραφούν οι παραγωγές στη δημιουργία βιντεοταινιών. Σ’ αυτές, ο πλούτος είχε να κάνει κυρίως με την όσο το δυνατόν πιο κωμική προβολή και διακωμώδηση της νοοτροπίας του greek kamaki. Πρωθυπουργός ήταν άλλωστε, ο Ανδρέας Παπανδρέου που με το ζιβάγκο του γοήτευε τα γυναικεία πλήθη και θεωρούνταν… ατακτούλης και μεγάλος γόης, με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Είχε μια αμερικανίδα σύζυγο, τη Μαργαρίτα, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά και χώρισε το 1989, αλλά και μια ακόμη κόρη εκτός γάμου με μια ξένη δημοσιογράφο. Οι greek lover δεν γνωρίζουν σύνορα, ούτε και θέσεις.
Βέβαια, τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες παρουσιάζονται σαν πιθηκοειδή, μελαχρινοί με ατίθαση τριχοφυΐα και χρυσή καδένα στο λαιμό και όλο και σπανιότερα σαν τον Ερμή του Πραξιτέλη.
Ο Στάθης Ψάλτης και ο Σταμάτης Γαρδέλης ήταν η κατεξοχήν ενσάρκωση του greek kamaki υποδυόμενοι αυτούς τους ρόλους με μεγάλη επιτυχία και αποδεικνύοντας πως όσο καλός εραστής κι αν θεωρείσαι ή πιστεύεις πως είσαι, εντέλει μπορεί να έχεις παταγώδη αποτυχία, γιατί ένας κανόνας πάντα θα έχει εξαιρέσεις.
Πλησιάζοντας το σήμερα, η παγκοσμιοποίηση δεν θα μπορούσε να αφήσει απ’ έξω την Ελλάδα. Οι επιρροές στη μουσική, στη μόδα, στη νοοτροπία, που ξεκίνησαν το 1960 έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Μια δεκαετία που το εξαγώγιμο προϊόν μας ήταν η Eurovision και οι Ολυμπιακοί Αγώνες που επέστρεψαν στην πατρίδα τους, κάνοντας μια από τις καλύτερες και εντυπωσιακότερες διοργανώσεις, έστω και τελευταία στιγμή, ανασταίνοντας την ελπίδα πως μπορούμε να γίνουμε η χώρα που θέλουμε. Είμαστε πολύ αποτελεσματικοί την τελευταία στιγμή, αλλά όσο λιγότερο διαρκεί η προετοιμασία, τόσο λιγότερο και το αποτέλεσμα. Έτσι, μπορεί οι υπόλοιποι λαοί να θαύμασαν την Ελλάδα και να είχαμε αύξηση στον τουρισμό, αλλά πολύ σύντομα η ελπίδα για μόνιμη βελτίωση εξέπνευσε οριστικά. Πρέπει να πάψουμε να πιστεύουμε στη νεκρανάσταση, είναι μύθος.
Γι’ αυτό και ο ΕΟΤ μέσα στα διαφημιστικά του σποτ, στα οποία ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια δίνεται μεγάλη προσοχή και ώθηση, πρόσθεσε το μότο: Live your myth in Greece!
Έχουμε πολύ όμορφα και ιδιαίτερα μέρη, όσο ιδιαίτεροι είναι και οι άνθρωποι. Ακόμη και τώρα που έχουμε επηρεαστεί από τον τρόπο ζωής των Ευρωπαίων και Αμερικανών, υπάρχουν κάποια πράγματα που πολύ δύσκολα, έως καθόλου, θα άλλαζαν. Είναι η ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων τέτοια. Είμαστε φωνακλάδες, ακουγόμαστε πολύ, έχουμε έντονες αντιδράσεις, χειρονομίες, γελάμε πολύ και ηχηρά, αυτοσαρκαζόμαστε, γκρινιάζουμε, παραπονιόμαστε, είμαστε κυκλοθυμικοί, αναποφάσιστοι, ανικανοποίητοι, καλοφαγάδες, έχουμε μια πολύ στενή σχέση με τους γονείς και τα παιδιά μας που αναπαράγεται διαρκώς, όσο οι δικοί μας γονείς μας έπνιγαν με την αγάπη, το φόβο και τις προσδοκίες τους, και ασφυκτιούσαμε, κάνουμε το ίδιο με τα δικά μας παιδιά. Κι έτσι γεμίζουμε με συμπλέγματα κι άλλους ανθρώπους, όπως γεμίσαμε κι εμείς. Αγαπάμε με ένταση και σφοδρότητα, αγκαλιάζουμε, φιλάμε, σφίγγουμε να μην μας φύγουν, προστατεύουμε, προσέχουμε, ανησυχούμε, νοιαζόμαστε, πληγώνουμε και πληγωνόμαστε. Βλέπουμε το τέλος του κόσμου κι αμέσως μετά χαμογελάμε σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα.
Γιατί ο Έλληνας αν κάτι τον στεναχωρεί παθαίνει κατάθλιψη, αλλά δεν κλείνεται μέσα, μπορεί να γκρινιάζει και να μεμψιμοιρεί, αλλά θα βγει να γελάσει, να γκρινιάξει παρέα με άλλους, να φάει, να πιει για να πάνε κάτω τα φαρμάκια, να χορέψει, γιατί έτσι εκτονώνεται, να κάνει βόλτα για ν’ αλλάξει παραστάσεις κι όταν δει κάποιον στην ίδια κατάσταση μ’ αυτόν ή χειρότερη, να χαμογελάσει, να του σφίξει το χέρι και να του πει «όλα καλά θα πάνε, μη χολοσκάς, εσύ να’ σαι καλά» και θα συμπληρώσει πάντα, γιατί όσο κι αν λέμε ότι είμαστε λαός που τρώγεται, στα δύσκολα του άλλου τρέχει να βοηθήσει, «ό, τι θες, ό, τι χρειαστείς εδώ είμαι, ό, τι μπορώ να κάνω πες μου».
Κι έτσι, απλά, σε μια φράση καταγράφεται όλη η ιστορία και η ουσία των ανθρώπων, δηλαδή της Ελλάδας. Αυτό είναι: ήλιος, θάλασσα, κέφι, τρέλα, φιλοξενία που τα περιλαμβάνει όλα (σουβλάκι, μουσακά, φέτα, ούζο, χαμόγελο, έρωτα, ανθρωπιά, συμπόνια κι ένα χέρι να πιάνεσαι).
Ελλάδα, τη λατρεύεις γιατί μπορείς να τη μισείς. Μένει πραγματικά, αξέχαστη.